κ • κα • κατ- • κατε- • κατετα- • κατετε-
κατετι- • κατετο- • κατετρ- • κε • κη
κι • κλ • κν • κο • κρ • κτ • κυ • κω
- κατετέμνοντο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Plur
- Root: κατατέμνω
- κατετιτρώσκετο
-
- Parse: Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: κατατιτρώσκω
- κατετόλμησε, κατετόλμησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: κατατολμάω
- κατετόξευσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: κατατοξεύω