κ • κα • κατ- • κατη- • κατηκι- • κατηκο-
κι • κλ • κν • κο • κρ • κτ • κυ • κω
- κατηκόντισε, κατηκόντισεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: κατακοντίζω
- κατηκροᾶτο
-
- Parse:
- Verb: PluPerf Mid Ind 3rd Sing
- Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: κατακροάομαι
- Parse: