κ • κα • κατ- • κατη- • κατηυγ- • κατηυθ-
κε • κη • κι • κλ • κν • κο • κρ • κτ • κυ • κω
- κατηύγαζε, κατηύγαζεν
-
- Parse: Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
- Root: καταυγάζω
- κατηύθυναν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: κατευθύνω
- κατηύθυνας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: κατευθύνω
- κατηύθυνε, κατηύθυνεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: κατευθύνω