π- • πα- • παρ • παρε • παρεζε- • παρεζη- • πε-
πη- • πι- • πλ- • πν- • πο- • πρ- • πτ- • πυ- • πω-
- παρέζευξαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παραζεύγνυμι
- παρεζήλωσαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: παραζηλόω
- παρεζήλωσε, παρεζήλωσεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: παραζηλόω