Lexicon: περιω-

π-πα-πε-περ-περι-περιωδ-

περιωκ-περιων-πη-πι-πλ-

πν-πο-πρ-πτ-πυ-πω-

περιωδεύκαμεν
περιώδευσαν
περιωδεύσαμεν
περιώδυνος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: exceeding painful
περιῳκοδόμημαι
περιῳκοδόμησαν
περιών
Prepared by John Barach