- τμηθείσης
-
- Parse: Part: Aor Pass Gen Sing Fem
- Root: τέμνω
- τμητός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: cut, shaped (stones) by cutting, trim
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM τμητός τμητή τμητόν GEN τμητοῦ τμητῆς τμητοῦ DAT τμητῷ τμητῇ τμητῷ ACC τμητόν τμητήν τμητόν Plural Masc Fem Neut NOM τμητοί τμηταί τμητά GEN τμητῶν τμητῶν τμητῶν DAT τμητοῖς τμηταῖς τμητοῖς ACC τμητούς τμητάς τμητά