υ • υα • υβ • υγ • υδ • υε • υι • υλ • υμ • υν • υο
υπ • υπτι- • υσ • υφ • υψ • υω
- ὑπτιάζω
-
- Meaning: to bend oneself back, carry one's head high, stretch out (something)
- Forms:
- ὑπτιάζεις Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
- ὕπτιος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- back, backward, on his back
- lying on the back of
- flowing calmly, flowing without turbulence
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ὕπτιος ὑπτία ὕπτιον GEN ὑπτίου ὑπτίας ὑπτίου DAT ὑπτίῳ ὑπτίᾳ ὑπτίῳ ACC ὕπτιον ὑπτίαν ὕπτιον VOC ὕπτιε ὑπτία ὕπτιε Plural Masc Fem Neut NOM ὕπτιοι ὕπτιαι ὕπτια GEN ὑπτίων ὑπτίων ὑπτίων DAT ὑπτίοις ὑπτίαις ὑπτίοις ACC ὑπτίους ὑπτίας ὕπτια VOC ὕπτιοι ὕπτιαι ὕπτια