ε • εα- • εβ • εγ • εδ • εζ • εθ • ει • εκ • ελ
εμ • εν • εξ • εο • επ • επε- • επεβα-
επεβη- • επεβι- • επεβλ- • επεβο-
ερ • εσ • ετ • ευ • εφ • εχ • εψ • εω
- ἐπεβάλοντο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Plur
- Root: ἐπιβάλλω
- ἐπεβιβασαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπιβιβάζω
- ἐπεβίβασας
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Sing
- Root: ἐπιβιβάζω
- ἐπεβίβασε, ἐπεβίβασεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐπιβιβάζω
- ἐπεβλέψατε
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 2nd Plur
- Root: ἐπιβλέπω