ε • εα- • εβ • εγ • εδ • εζ • εθ • ει • εκ • ελ
εμ • εν • εξ • εξε • εξεδε • εξεδη
εξεδι • εξεδο • εξεδρ • εξεδυ • εο
επ • ερ • εσ • ετ • ευ • εφ • εχ • εψ • εω
- ἐξεδιῄτησε, ἐξεδιῄτησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐκδιαιτάω
- ἐξεδίκησαν
-
- Parse: Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐκδικέω
- ἐξεδίκησε, ἐξεδίκησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: ἐκδικέω
- ἐξέδρα
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- hall, room, parlour
- arcade
- Forms:
- ἐξεδυσάμην
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 1st Sing
- Root: ἐκδύω