σα • σβ • σε • ση • σθ • σι • σκ • σμ • σο
σπ • συ • συν- • συνε- • συνεζε-
συνεζη- • συνεζω- • σφ • σχ • σω
- συνεζευγμέναι
-
- Parse: Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
- Root: συζεύγνυμι
- συνέζευξε, συνέζευξεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συζεύγνυμι
- συνεζωοποίησε, συνεζωοποίησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συζωοποιέω
- συνεζωποίησε, συνεζωποίησεν
-
- Parse: Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
- Root: συζωοποιέω
- συνεζώσατο
-
- Parse: Verb: Aor Mid Ind 3rd Sing
- Root: συζώννυμι