Lexicon: αντη-

αααβαγαδαεαζαηαθαι

  • ακαλαμαναντ-αντηγ-
  • αντηπ-αντησ-αντηχ-αξαο
  • απαρασαταυαφαχαψαω

    ἀντηγωνίζετο
    ἀντηπασάμην
    ἀντησπασάμην
    ἀντήχει
    ἀντηχέω
    • Meaning: to sing in answer, sound in response, resound, echo back
    • Forms:
      • ἀντήχει Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
  • Prepared by John Barach