Lexicon: αντιχ-

αααβαγαδαεαζαηαθαιακαλ

  • αμαναντι-αντιχρα-αντιχρι-αξ
  • αοαπαρασαταυαφαχαψαω

    ἀντιχράω
    • Meaning: to be sufficient
    ἀντίχριστοι
    ἀντίχριστος
    • Parse: Noun: Nom Sing Masc
    • Meaning: antichrist
    ἀντιχρίστου
  • Prepared by John Barach