Lexicon: αποκι-

αααβαγαδαεαζαηαθαιακαλ

  • αμαναξαοαπαποαποκ-αποκιδ-
  • αρασαταυαφαχαψαω

    ἀποκιδαρόω
    • Meaning:
    • Forms:
      • ἀποκιδαρώσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
      • ἀποκιδαρώσετε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
    ἀποκιδαρώσει
    ἀποκιδαρώσετε
  • Prepared by John Barach