Lexicon: αποστι-

αααβαγαδαεαζαηαθαιακαλ

  • αμαναξαοαπαποαποσ-αποστ-
  • αποστιβ-αρασαταυαφαχαψαω

    ἀποστιβάζω
    • Meaning: to empty the storeroom
    • Forms:
      • ἀποστιβάσαι Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
    ἀποστιβάσαι
  • Prepared by John Barach