ε • εα- • εβ • εγ • εδ • εζ • εθ • ει • εκ • ελ
εμ • εν • εξ • εο • επ • επι- • επισ-
επισω- • ερ • εσ • ετ • ευ • εφ • εχ • εψ • εω
- ἐπισωρεύοντας
-
- Parse: Part: Pres Act Acc Plur Masc
- Root: ἐπισωρεύω
- ἐπισωρεύσουσι, ἐπισωρεύσουσιν
-
- Parse: Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
- Root: ἐπισωρεύω
- ἐπισωρεύω
-
- Meaning: to heap; to accumulate further, i.e., (figuratively) seek additionally
- Forms:
- ἐπισωρεύοντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
- ἐπισωρεύσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur