Lexicon: απαδ-

αααβαγαδαεαζαηαθαιακαλ

  • αμαναξαοαπαπααπαδ-
  • αρασαταυαφαχαψαω

    ἀπαδικέω
    • Meaning: to withhold wrongfully
    • Forms:
      • ἀπαδικήσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
    ἀπαδικήσεις
  • Prepared by John Barach