Lexicon: αποσε-

αααβαγαδαεαζαηαθαιακαλ

  • αμαναξαοαπαποαποσ-αποσει-
  • αρασαταυαφαχαψαω

    ἀποσειόμενος
    ἀποσείσασθαι
    ἀποσείω
    • Meaning:
      • Active:
        • to shake off
      • Middle:
        • to shake (one's limbs)
    • Forms:
      • ἀποσειόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
  • Prepared by John Barach