Lexicon: αποσχ-

αααβαγαδαεαζαηαθαιακαλ

  • αμαναξαοαπαποαποσ-αποσημ-
  • αρασαταυαφαχαψαω

    ἀποσημαινάμενος
    ἀποσημαίνω
    • Meaning: to notify
    • Note: also spelled ὑποσημαίνω
    • Forms:
      • ἀποσημαινάμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
      • ἀποσημανθῆναι Verb: Aor Pass Infin
    ἀποσημανθῆναι
  • Prepared by John Barach