Lexicon: αποστυ-

αααβαγαδαεαζαηαθαιακαλ

  • αμαναξαοαπαποαποσ-αποστ-
  • αποστυγ-αποστυφ-αποστυψ-
  • αρασαταυαφαχαψαω

    ἀποστυγέω
    • Meaning: to abhor, hate, detest utterly
    • Forms:
      • ἀποστυγοῦντες Part: Pres Act Nom Plur Masc
    ἀποστυγοῦντες
    ἀποστύφω
    • Meaning: to draw up, draw together, contract, condense, shrink
    • Forms:
      • ἀποστύψει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    ἀποστύψει
  • Prepared by John Barach